- ὁμόδρομος
- ὁμόδρομοςrunning the same course withmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομόδρομος — η, ο (ΑΜ ὁμόδρομος, ον) αυτός που συμβαδίζει ή τρέχει μαζί με καποιον άλλο νεοελλ. 1. βοτ. (για φυλλοταξία) αυτή που ακολουθεί την ίδια κατεύθυνση 2. (για μοχλό) αυτός στον οποίο η αντίσταση και η δύναμη εφαρμόζονται στον ίδιο μοχλοβραχίονα σε… … Dictionary of Greek
ὁμόδρομον — ὁμόδρομος running the same course with masc/fem acc sg ὁμόδρομος running the same course with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοδρόμους — ὁμόδρομος running the same course with masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοδρόμων — ὁμόδρομος running the same course with masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομοδρομία — ὁμοδρομία, ἡ (Α) [ομόδρομος] (για ουράνια σώματα) κοινή τροχιά … Dictionary of Greek
ομοδρομώ — ὁμοδρομῶ, έω (Α) [ομόδρομος] 1. διατρέχω την ίδια πορεία με κάποιον 2. συμβαδίζω, συμπορεύομαι … Dictionary of Greek